Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Μία βυθισμένη αρχαία πόλη «ξανακτίστηκε»




Είναι μία πόλη με άριστη ρυμοτομία, καλοσχεδιασμένους δρόμους, σπίτια διώροφα περιτριγυρισμένα από κήπους και ένα πολύπλοκο σύστημα διαχείρισης των υδάτων, όπως δείχνουν τα κανάλια και οι υδρορροές. Μόνον που βρίσκεται τέσσερα μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Πρόκειται για μία βυθισμένη αρχαία ελληνική πόλη, που έρχεται κατ΄ ευθείαν από την ηρωική εποχή της Ιλιάδας του Ομήρου, πόσο μάλλον που βρίσκεται στην Πελοπόννησο στις νότιες ακτές της Λακωνίας κοντά -θα μπορούσε να πει κανείς- στα παλάτια του Μενελάου.

Στο Παυλοπέτρι, όπως έχει ονομασθεί από το διπλανό χωριό, έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι δραστηριοποιούνται εντατικά τα τελευταία χρόνια, μόνον που, μόλις φέτος το καλοκαίρι η αρχαία πόλη χαρτογραφήθηκε πλήρως ψηφιακά -με περιθώριο σφάλματος μικρότερο από τρία εκατοστά- και στη συνέχεια «ξανακτίσθηκε» σε τρεις διαστάσεις με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας. Το τρισδιάστατο μοντέλο της βυθισμένης πολιτείας, δημιούργημα του Πανεπιστημίου του Νότινγκχαμ παρουσιάσθηκε μάλιστα πριν από λίγο καιρό σε ντοκιμαντέρ του BBC στη Βρετανία. Οχι όμως και στην Ελλάδα, όπου ούτε καν τα αποτελέσματα της έρευνας των βρετανών επιστημόνων δεν ανακοινώνονται επισήμως.

«Είναι ένα από τα λίγα μέρη στον κόσμο όπου μπορείς κυριολεκτικά να κολυμπήσεις κατά μήκος ενός βυθισμένου δρόμου μιας αρχαίας πόλης ή να κοιτάξεις μέσα σε έναν τάφο», δηλώνει πάντως ο δρ Τζον Χέντερσον επικεφαλής των θαλασσίων ερευνών που διεξάγονται από το Κέντρο Υποβρύχιων Αρχαιολογικών Ερευνών του Πανεπιστημίου του Νότινγκχαμ. Η ομάδα του έχει μέχρι στιγμής επισημάνει δεκάδες κτίρια, έξι μεγάλους δρόμους και ακόμη θρησκευτικά ιερά και τάφους.

Μεταξύ του 2000 και του 1100 π. Χ. άνθησε η πόλη-λιμάνι φθάνοντας στο μεγαλύτερο μέγεθός της στην περίοδο 1700-1500 π. Χ., ενώ η εγκατάλειψή της έγινε περίπου έναν αιώνα πριν από το τέλος της 1ης π. Χ. χιλιετίας. Εκείνη την εποχή κάλυπτε περί τα 20 στρέμματα όπως έδειξαν οι έρευνες. Το όνομά της παραμένει όμως άγνωστο, το ίδιο και το πολιτικό καθεστώς της.

Παρ΄ όλα αυτά οι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι θα ήταν ένας εμπορικός ή πολιτικός δορυφόρος του Μινωικού πολιτισμού ενώ κατά τους τελευταίους αιώνες της ύπαρξής της πιθανώς να λειτουργούσε ως λιμάνι του μυκηναϊκού κόσμου. Γύρω στα 1200 π. Χ. μάλιστα, εποχή που συνδέεται με τον πόλεμο της Τροίας θα ήταν μία ακμάζουσα πόλη με περίπου 2.000 κατοίκους. Το μαρτυρούν άλλωστε και τα ευρήματα.

Στην καρδιά της πόλης υπήρχε μία πλατεία μήκους 40 μέτρων και πλάτους 20, ενώ τα περισσότερα σπίτια είχαν ως και δώδεκα δωμάτια. Ανάμεσα στα κτίρια, συχνά μάλιστα κτισμένοι μέσα στους τοίχους, βρίσκονται πετρόκτιστοι τάφοι ενώ το οργανωμένο νεκροταφείο είναι ακριβώς έξω από την πόλη.


Τα υπολείμματα εκατοντάδων τεράστιων πίθων, που χρησιμοποιούνταν για αποθήκευση αλλά και μεταφορά διαφόρων προϊόντων όπως λαδιού, κρασιού, χρωμάτων, αρωμάτων ακόμα και αγαλματιδίων είναι εξάλλου διασκορπισμένα σε όλο τον βυθό. Ένα μεγάλο κτίριο άλλωστε διέθετε σημαντικές εγκαταστάσεις αποθήκευσης για εισαγόμενα τρόφιμα, τα οποία όπως αποδεικνύεται από το είδος των αγγείων προέρχονταν από όλη την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και την Μινωική Κρήτη.

Οι αρχαιολόγοι όμως έχουν ανακαλύψει και θραύσματα αντικείμενων καθημερινής χρήσης, όπως αγγεία μαγειρέματος και περίτεχνα αγγεία πόσης, πιθανόν για υψηλούς καλεσμένους ή για προσφορές προς τους θεούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι κάτοικοι της πόλης έφτιαχναν και αντίγραφα αυτών των αγγείων αντιγράφοντας το ύφος της Κρήτης αλλά και της ηπειρωτικής Ελλάδας παράγοντας δικά τους προϊόντα αγγειοπλαστικής.


Η πόλη τελικώς βυθίστηκε κάτω από τα κύματα κατά τη διάρκεια μιας σειράς σεισμών στην περιοχή, οπότε η στεριά υποχώρησε σε σχέση με το επίπεδο της θάλασσας. Αλλά «Οι πληροφορίες που καταφέραμε να αποκτήσουμε μέσω της έρευνας, μας δίνουν μία άνευ προηγουμένου λεπτομερή εικόνα μιας πόλης της Εποχής του Χαλκού», όπως λέει ο δρ Χέντερσον.

ΠΗΓΗ:http://www.tovima.gr/culture

Στο σημείο μηδέν το σπίτι του Παύλου Μελά






Μαρία Θερμού

Στο σημείο μηδέν το σπίτι του Παύλου Μελά
Λεηλατημένο και αφημένο στη μοίρα του παραμένει το χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο οίκημα του ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα στην Κηφισιά. Η εγγονή του, Ναταλία Ιωαννίδη, αναπολεί και λυπάται

Ο Παύλος Μελάς επάνω στο άλογο με τον γιο του Μίκη στο σπίτι της Κηφισιάς. Στην ένθετη φωτογραφία το ζευγάρι Παύλος και Ναταλία Μελά, μια σχέση έρωτα που διακόπηκε απότομα από τον θάνατό του


Βροχή. Ο ουρανός βαρύς και η υγρασία διαπερνά τα ξυλόγλυπτα διακοσμητικά στοιχεία του σπιτιού, που κρέμονται στην πρόσοψη σαν μια πολυκαιρισμένη δαντέλα. Δεν είναι η μόνη παραφωνία. Η κεντρική αψίδα της εισόδου λείπει, το ίδιο και τα μάρμαρα της σκάλας, οι τοίχοι είναι ξεφτισμένοι και όταν ανοίξει το λουκέτο με την αλυσίδα που σφαλίζει την πόρτα όλη η εγκατάλειψη και η ερημιά μετακομίζουν στο εσωτερικό.

Γυμνοί τοίχοι, στη θέση του μαρμάρινου τζακιού μια μαύρη τρύπα - κάποιοι το αφαίρεσαν ολόκληρο -, ξηλωμένα και τα πατώματα, γιατί έψαχναν για κρυμμένους θησαυρούς, γκρίζες οροφές, τα κουφώματα κατεστραμμένα, ακόμη και η καγκελόπορτα του κήπου λείπει. Ενα άδειο κουφάρι που κάποτε στέγαζε οικογένειες, όνειρα, Ιστορία. Το σπίτι του Παύλου Μελά.

«Σκέφτομαι πώς έχουν χαθεί οι άνθρωποι, γενιές και γενιές, για να μείνουν τελικά μόνο τα άψυχα: έπιπλα, σπίτια» μου έχει πει λίγο νωρίτερα η κυρία Ναταλία Ιωαννίδη το γένος Μελά. Εγγονή του Παύλου Μελά, κόρη της Ζωής, ενός από τα δύο αγαπημένα παιδιά του, ζει σήμερα δίπλα από το σπίτι του στην Κηφισιά, το οποίο άλλωστε της ανήκει. Από το παράθυρο της τραπεζαρίας της βλέπει κατευθείαν στον κήπο του. Αλλά δεν θέλει να με ακολουθήσει μέσα σε αυτό. «Αρρωσταίνω κάθε φορά που πρέπει να μπω» λέει και στέκεται στην είσοδο.

Ακραία λεηλατημένο, παρ' ότι έχει χαρακτηριστεί από το υπουργείο Πολιτισμού διατηρητέο μνημείο (Αύγουστος 2009), αυτό το οίκημα βρίσκεται σήμερα στο σημείο μηδέν. Αν δεν γίνουν σύντομα επεμβάσεις για τη διάσωσή του αλλά και αν δεν βρεθεί τρόπος για την αξιοποίησή του, στο πνεύμα πάντα της ιστορίας του, κάποια στιγμή θα υποκύψει στον χρόνο και στην ανθρώπινη μανία. Γιατί η χωρίς τέλος λεηλασία του, αρχής γενομένης από τους Γερμανούς στην Κατοχή και ακολούθως από τους Αγγλους, συνεχίστηκε στη σύγχρονη εποχή από κοινούς κλέφτες, ενώ - φαινόμενο των τελευταίων ετών - υπήρξαν καταλήψεις από διάφορες πολιτικές ομάδες σε μια προσπάθεια καπήλευσης της σύνδεσης του οικήματος με τον Παύλο Μελά.

Το περιβόλι

«Εκάναμε αυτές τις φωτογραφίες στο περιβόλι μας της Κηφισιάς, μας τις έκανε ένας πλανόδιος...» σημειώνει στην πίσω πλευρά μιας φωτογραφίας η σύζυγος του Παύλου Μελά, Ναταλία, τον Νοέμβριο του 1924. Το «περιβόλι», πολύ κοντά στον σταθμό του τρένου, περί τα τεσσεράμισι στρέμματα τότε, με πεύκα και θάμνους, κυρίως σχίνους και μυρτιές, ήταν τόπος προσωρινής αλλά κατά διαστήματα και μόνιμης κατοικίας μελών της οικογένειας. Αλλωστε «το σπίτι δεν υπήρξε ποτέ για μας ιστορικό οίκημα. Κανείς δεν μας το παρουσίαζε έτσι» λέει η κυρία Ιωαννίδη. Πέτρινο, με τοίχο πάχους μισού μέτρου, υπερυψωμένο για καλύτερη μόνωση - «το καλοκαίρι νόμιζες ότι είχε κλιματισμό, τόσο δροσερό ήταν» προσθέτει η ίδια -, χτίστηκε το 1894 σε σχέδια του Μελά, αρχικώς ως εξοχική κατοικία.


Αρχιτεκτονικά ήταν εμπνευσμένο από κεντροευρωπαϊκά παραδείγματα, όπως και άλλα σπίτια εκείνης της εποχής στην Κηφισιά, ενώ πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι όλα τα δωμάτια είχαν οροφογραφίες.

Πάνω στο τραπέζι τα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες αποκαλύπτουν σελίδα προς σελίδα την ιστορία του σπιτιού αλλά και στιγμές της καθημερινής ζωής της οικογένειας. Ο Παύλος και η Ναταλία Μελά πρωτοστατούν. «Ηταν πολύ ερωτευμένοι όταν παντρεύτηκαν. Μας είχε διηγηθεί η γιαγιά μου ότι, ενώ ήταν στο τρένο της Κηφισιάς πηγαίνοντας προς Αθήνα, συνοδευόμενη πάντα, είδε ξαφνικά έναν ιππέα μέσα στην ερημιά ο οποίος κάλπαζε παράλληλα με το τρένο, δίπλα στο βαγόνι της. Και αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν, παρ' όλο που εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ευκαιρίες για να μιλήσουν. Μετά πήγε ο πατέρας του, ο Μιχαήλ Μελάς, στον Στέφανο Δραγούμη και ζήτησε την κόρη του» λέει η κυρία Ιωαννίδη.

Ποια τη συγκινεί περισσότερο; «Ολες, γιατί έχουν την αξία της εποχής τους. Οι γονείς μου παντρεύτηκαν εδώ. Η μητέρα μου, που δεν ήταν διόλου κοκέτα, αισθανόταν δυστυχής με το νυφικό και επιπλέον έφθασε και ο παπάς μεθυσμένος... Αλλά με συγκινούν και φωτογραφίες στις οποίες αναγνωρίζω αντικείμενα και οικογενειακά κειμήλια που έχω ακόμη στο δικό μου σπίτι. Οπως η καρέκλα που κάθεται ο Παύλος Μελάς σε μια πολύ γνωστή φωτογραφία του. Είναι μία από αυτές που έχουμε εδώ τώρα».

Η κληρονομιά

Το αρχειακό υλικό, ωστόσο, που σχετίζεται με τη δράση του Παύλου Μελά έχει κατατεθεί από χρόνια στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα στη Θεσσαλονίκη και στο Μουσείο Μπενάκη από την ίδια τη Ναταλία Μελά και ακολούθως από την κόρη της Ζωή Ιωαννίδη, τις εγγονές της Ναταλία Ιωαννίδη και τη γλύπτρια Ναταλία Μελά, κόρη του γιου του.
Οσο για το σπίτι, για την κυρία Ιωαννίδη η σωτηρία του προηγείται όλων. Αποτελεί άλλωστε τη μεγάλη αγωνία της. «Τα πιο φιλόδοξα όνειρά μου είναι να το αναλάβει ένας οργανισμός - δεν ξέρω καν ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός - προκειμένου να στεγάσει κάποια αρχεία, για παράδειγμα. Γιατί μουσείο δεν μπορεί να γίνει, αφού δεν υπάρχει συλλογή. Θα μπορούσε όμως και να κατοικηθεί, γιατί όχι; Με προϋπόθεση ασφαλώς τον σεβασμό στο ίδιο το σπίτι και την ιστορία του».


Πώς νιώθει με μια τόσο βαριά κληρονομιά πίσω της; «Είναι μεγάλη ευθύνη για μένα να πρέπει να διαφυλάξω αυτά που έφθασαν στα χέρια μου. Αλλά θα πρέπει να πω ότι αισθάνομαι και λίγο τυμβωρύχος όταν διαβάζω αλληλογραφία που δεν μου ανήκει και που δεν θα ήθελαν, ενδεχομένως, να τη διαβάσει κανείς. Η γιαγιά μου η Ναταλία είχε καταστρέψει και είχε κάψει γράμματα που δεν ήθελε να γίνουν γνωστά».

Οσο και αν φαίνεται παράξενο, μάλιστα, η Ναταλία Μελά ελάχιστα μιλούσε στα εγγόνια της για τη δράση του άνδρα της. «Η γιαγιά μου είχε ζήσει όλη την κακή πλευρά των πολιτικών και δεν ήθελε καθόλου να γίνεται καπηλεία του ονόματος του Μελά. Είχε πολύ οξύ πνεύμα, έβλεπε τι κρύβεται πίσω από τα μεγάλα και παχιά λόγια και δεν ήθελε οι επόμενες γενιές που τα απλοποιούν όλα να ερμηνεύουν την ιστορία με όρους τωρινούς. Γι' αυτό υπάρχει η παρεξήγηση ότι ήταν εθνικιστική κίνηση ο Μακεδονικός Αγώνας».

Πώς θα τον χαρακτήριζε η ίδια; «Εγώ δεν είμαι ιστορικός, αλλά αν μη τι άλλο είμαι υποψιασμένη. Εκείνη την εποχή ήταν ο μόνος τρόπος για να δράσουν. Εχουν κατηγορηθεί ότι ήταν τέκτονες και ήταν πράγματι. "Το Βήμα" προ ετών είχε δημοσιεύσει ένα ανάγνωσμα για τους έλληνες τέκτονες και ο Παύλος Μελάς ήταν ανάμεσά τους. Εκείνος όμως έπαιρνε από εκεί συστήματα μυστικότητας που τον βοήθησαν να οργανώσει το δίκτυό του και να δράσει. Βέβαια πρέπει να πω ότι ήταν αρκετά απλοϊκά τα πράγματα. Πού οι σημερινές... κατασκοπείες. Εχω γράμματα για τον Μακεδονικό Αγώνα γραμμένα σε κώδικα, που ακόμη και εγώ κατάφερα να τα διαβάσω».

Κυπαρισσί και ώχρα

Ξυλόγλυπτα, κουφώματα, πατώματα, το τζάκι που χάθηκε, εσωτερικά και εξωτερικά επιχρίσματα – ώχρα για τους τοίχους, χοντροκόκκινο για τη βεράντα, κυπαρισσί για τα παράθυρα –, όλα αυτά περιλαμβάνονται στην εγκεκριμένη προσφάτως από το υπουργείο Πολιτισμού (Νοέμβριος του 2011) μελέτη αποκατάστασης του οικήματος, που συντάχθηκε από τον κ. Νικόλαο Χαρκιολάκη, επίτιμο διευθυντή Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων. Η ίδια υπηρεσία άλλωστε είχε προχωρήσει το 2009 στη στερέωση του κτιρίου προκειμένου να αντιμετωπισθούν επείγοντα προβλήματα. Και αν ο προϋπολογισμός του νέου έργου, ύψους 150.000 ευρώ, είναι απαγορευτικός με τις υπάρχουσες συνθήκες για το υπουργείο, η οικία Μελά είναι μία από τις περιπτώσεις όπου η ιδιωτική πρωτοβουλία μπορεί να δώσει λύση. Αλλωστε η οικογένεια Μελά είχε μεγάλη παράδοση και στην Κηφισιά, αφού ο Μιχαήλ Μελάς είχε συντελέσει στην ανάπτυξη του προαστίου τον 19ο αιώνα – έχτισε μάλιστα το πρώτο ξενοδοχείο της Κηφισιάς, στην πλατεία της σήμερα, δίπλα στην «Πιάτσα Μελά».

ΠΗΓΗ:http://www.tovima.gr/culture

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Διακόσια χρόνια από τη γέννηση του Καρόλου Ντίκενς




Το συγγραφικό έργο του μεγάλου πολέμιου της φτώχειας, μοιάζει επίκαιρο όσο ποτέ.


Διακόσια χρόνια μετά τη γέννηση του Καρόλου Ντίκενς -γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1812 στο Λάντπορτ του Πόρτσμουθ και πέθανε το 1870 στο Ρότσεστερ, χωρίς να προλάβει να φτάσει τα 60-, το έργο του μοιάζει περισσότερο επίκαιρο από ποτέ.

Την εποχή της πρωτοφανούς κρίσης, με την ανεργία να αυξάνεται και τα εισοδήματα να συρρικνώνονται, η ρημαγμένη από την οικονομική εξαθλίωση βικτωριανή Αγγλία, που κυριαρχεί σε όλη τη μυθιστορηματική παραγωγή του Ντίκενς, επανακάμπτει εντυπωσιακά στο προσκήνιο, για να υπενθυμίσει μιαν ανυπόφορα βαριά κοινωνική συνθήκη: μια συνθήκη που η ευμάρεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα έδειχνε μέχρι και πριν από λίγα μόλις χρόνια πως είχε μπει οριστικά στα αζήτητα της Ιστορίας (ακόμα κι αν τα πρώτα σημάδια για τον τερματισμό του αναδιανεμητικού συστήματος της μεταπολεμικής περιόδου άρχισαν να εμφανίζονται ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1970).

Δουλεύοντας σε εργοστάσιο βερνικιών

Το τέκνο μιας καταχρεωμένης δημοσιοϋπαλληλικής οικογένειας, που σταμάτησε το σχολείο για να δουλέψει σε εργοστάσιο βερνικιών και γνώρισε στο πετσί του τη σκληρότητα της παιδικής εργασίας, υπήρξε ένας από τους σφοδρότερους επικριτές τόσο των κάθετων ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, όσο και της τεράστιας φτώχειας, την οποία σήμανε για εξαιρετικά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση.

Η φτώχεια καθόρισε τον κόσμο των μυθιστορημάτων του Ντίκενς και αποτυπώθηκε με τον πιο παραστατικό τρόπο στους διάσημους χαρακτήρες του. Από τον Όλιβερ Τουίστ και τον Νίκολας Νίκλεμπι (αμφότερα το 1839), όπου θα αποκαλυφθεί με τα μελανότερα χρώματα η μαύρη καθημερινότητα του Λονδίνου και του Γιορκσάιρ, με ένα σύμπαν βυθισμένο στο έγκλημα και την πορνεία (μολονότι η εικόνα της πόρνης θα απαλλαγεί σε εντυπωσιακό βαθμό από την ηθική και την κοινωνική της απαξίωση), μέχρι τον Ζοφερό Οίκο (1853) και τη Μικρή Ντόρριτ (1857), που θα αποτελέσουν ένα ανάθεμα για τους βικτωριανούς θεσμούς και τη βικτωριανή οικονομία (άδικο δικαστικό σύστημα, με σωρεία φυλακίσεων για χρέη, αποχαλινωμένη εργασιακή αγορά, απουσία της οποιασδήποτε προστασίας για τον πολύωρο και προκλητικά απλήρωτο μόχθο), η μυθιστοριογραφία του Ντίκενς θα είναι η μυθιστοριογραφία των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων.

Οι εικόνες της αδυναμίας, του ξεπεσμού και του στυγνού προσώπου της εργοδοσίας δεν θα λείψουν και από το κορυφαίο έργο του Ντίκενς, τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (1850), μια σαφώς αυτοβιογραφική σύνθεση (όπως, άλλωστε, και τα περισσότερα βιβλία του), με την οποία θα ανακαλέσει πικρά στιγμιότυπα από τη ζωή του στο εργοστάσιο βερνικιών.

Πανταχού παρούσα και βασισμένη στην προσωπική του η εμπειρία, η φτώχεια θα απασχολήσει τον Ντίκενς από τη μια ως υλικό (οικονομικό και κοινωνιολογικό) ζήτημα και από την άλλη ως καθαρώς ηθικό και ψυχολογικό μέγεθος.

Από τη Χριστουγεννιάτικη ιστορία (1843) μέχρι και τα Δύσκολα χρόνια (1854) ή τις Μεγάλες προσδοκίες (1861), ο Ντίκενς θα μιλήσει για τη φτώχεια μέσω της ανάπτυξης ενός προβληματισμού για τη σημασία και το βάρος του χρήματος στον βίο των ανθρώπων που υποφέρουν από την έλλειψή του, όπως και των ανθρώπων που το κατέχουν και το διακινούν, καταδικάζοντας την ύπαρξη των υπολοίπων σε έναν μόνιμο στροβιλισμό, που έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση και την απόγνωση.

Στη νουβέλα της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας, που γνώρισε άπειρες εκδοχές στον κινηματογράφο και είναι το γνωστότερο βιβλίο του Ντίκενς, όπως και ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο σπαγγοραμμένος Εμπενίζερ Σκρουτζ, που θα μετατραπεί σε συνώνυμο της εξοντωτικής απροθυμίας και της ολοκληρωτικής μιζέριας, θα δείξει τις βλαβερές συνέπειες του πλούτου σε εύπορους και φτωχούς.

Φτωχοί και εύποροι θα βρουν τη χαρά τους μόνο όταν το χρήμα θα βγει από το σφιχτοδεμένο πουγκί, για να φέρει την ευτυχία στο τραπέζι όλων.

Στα Δύσκολα χρόνια, ο Ντίκενς δεν θα κρύψει την απογοήτευσή του για το όραμα της βιομηχανικής τεχνολογίας, που αντί να διευκολύνει το άνοιγμα του δρόμου για έναν νέο τρόπο ζωής, ικανό να συμπεριλάβει στους κόλπους του τις χειμαζόμενες μάζες, θα μαζέψει το χρήμα στα χέρια των λίγων, χαντακώνοντας κάθε προοπτική και ελπίδα για τα εργατικά στρώματα.

Ακόμα και στις Μεγάλες προσδοκίες, που μάλλον ξεφεύγουν από τα όρια του κοινωνικού μυθιστορήματος, ο συγγραφέας θα χτίσει τον κεντρικό του χαρακτήρα με βάση τις επιταγές του χρήματος, όπως τουλάχιστον τις αντιλαμβάνεται η βικτωριανή Αγγλία: το φτωχόπαιδο που αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στο μυθιστόρημα, θα έχει έναν και μοναδικό στόχο, το πώς να πλουτίσει σε μια κοινωνία συστηματικών αποκλεισμών.

Κι όλα αυτά στο πλαίσιο μιας αφήγησης που θέλει να αποδείξει και στα τρία έργα το ίδιο πράγμα: ότι η φτώχεια δεν συνιστά φυσική κατάσταση ή προϊόν προσωπικής ανικανότητας, αλλά το απαραγνώριστο χαρακτηριστικό ενός πανίσχυρου ταξικού καθεστώτος, που υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια την πίστη του στην ανισομέρεια και την ανισότητα.


Ένας πολυεπίπεδος κοινωνικός κόσμος


Ο Ντίκενς έχει κατηγορηθεί κατ' επανάληψη για την προσήλωσή του στην κριτική της φτώχειας, που θεωρήθηκε από πολλούς επιβαρυντικό στοιχείο για τη λογοτεχνική λειτουργία των μυθιστορημάτων του.

Ο ανεξέλεγκτος συναισθηματισμός απέναντι στους βασανισμένους ήρωες και η σχηματικότητα στην εικονογράφηση της ταξικής βίας είναι δύο από τα συχνότερα επιχειρήματα αυτής της συλλογιστικής, που βλέπει στον Ντίκενς μιαν άχρωμη και υποτονική κλίμακα διαβαθμίσεων.

Τέτοιου τύπου, ωστόσο, δυσχέρειες, που σίγουρα δεν απουσιάζουν κατά τόπους από τη δουλειά του Ντίκενς, τείνουν αμέσως να εξισορροπηθούν από την εκτεταμένη ποικιλία των χαρακτήρων του, η οποία ανακινεί πολλαπλές όψεις του συλλογικού περίγυρου, όπως και από την κάθε άλλο παρά προγραμματική οπτική του για το καθημερινό περιβάλλον της φτώχειας και του πλούτου: οπτική που κινείται ευθύς εξαρχής σε ένα πολύχυμο κοινωνικό και ιστορικό πεδίο.

Ξαναδιαβάζοντας τον Ντίκενς, θα ανακαλύψουμε εύκολα και μιαν άλλη αρετή του. Η κριτική της φτώχειας αποκτά τόσο παραστατική δύναμη στα γραπτά του, χάρη στη σοφά διαρθρωμένη πλοκή του. Δημοσιευμένα ως επί το πλείστον υπό τη μορφή επιφυλλιδογραφικών μυθιστορημάτων (μηνιαίες συνέχειες στον περιοδικό Τύπο), τα βιβλία του Ντίκενς ξέρουν πώς να διατηρούν αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη από ενότητα σε ενότητα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας έναν περιεκτικό, γεμάτο εντάσεις μύθο, που συνδυάζεται με μιαν αρραγή και πέρα για πέρα συναρπαστική δράση. Σίγουρα, ένας μυθιστοριογράφος του καιρού μας.

ΠΗΓΗ:http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=439548

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Οταν τα αγάλµατα µιλούν στους ανθρώπους Πέντε έλληνες καλλιτέχνες και ένας ποιητής αναφέρονται στο αγαπηµένο έργο τους από τον Ιερό Βράχο









Η πρώτη φορά που πήγα στο Μουσείο της Ακρόπολης ήταν µε το σχολείο. Ανοιξη, αλλά ο αέρας σφύριζε πάνω στον Βράχο, το ίδιο και η σφυρίχτρα του δασκάλου που ανακαλούσε στην τάξη όσους ξεγλιστρούσαν από τα µάτια του – κι ας δεχόταν κι αυτός µε τη σειρά του την επίπληξη του φύλακα. Η πρώτη αίσθηση του Παρθενώνα ήταν ότι είναι τεράστιος, η δεύτερη ότι είναι ερειπωµένος (είπαµε, ηλικίες µονοψήφιου νούµερου). Μπροστά στο Ερέχθειο όµως όλοι σταθήκαµε προσοχή για να ακούσουµε την ιστορία της Καρυάτιδας που την είχε κλέψει ένας αδίστακτος άγγλος λόρδος, έτσι που οι άλλες να κλαίνε για τον χαµό της. Οµως, ω του θαύµατος, πλήθος άλλα όµορφα νεαρά κορίτσια µάς περίµεναν στο µικρό υπόγειο µουσείο: οι Κόρες.

Για χώρους όπως το Μουσείο Ακρόπολης – τώρα καινούργιο πλέον – η επίσκεψη µία φορά δεν είναι αρκετή. Τα έργα αρχίζουν να µιλούν από την πολλοστή και µετά, τότε που η σχέση µαζί τους γίνεται προσωπική και µοιράζονται ποικιλοτρόπως τις στιγµές σου. Αλλά η επιστροφή είναι για τον καθένα διαφορετική διαδικασία, το ίδιο και η έλξη που ασκούν τα εκθέµατα, όλα µαζί ή κάποιο ξεχωριστά. Ακόµη κι αν όλοι επιλέξουν το ίδιο έργο, οι λόγοι είναι διαφορετικοί, οι µνήµες που ανακαλεί και οι ιστορίες µε τις οποίες συνδέεται ανήκουν στη σφαίρα των προσωπικών εµπειριών και συναισθηµάτων. Κάτι που επιβεβαιώνεται µέσα από τις αναφορές ανθρώπων της τέχνης και των γραµµάτων για τα έργα που αγαπούν στο Μουσείο της Ακρόπολης, είτε ανατρέχουν σε αυτά µε τη µνήµη είτε τα αναζητούν σε κάθε τους επίσκεψη. Ποιο είναι το «δικό τους» έργο;

ΔΙΟΧΑΝΤΗ
Εικαστικός

«Σου προκαλούν τη διάθεση να συζητήσεις μαζί τους»

«Το καλοκαίρι του 1967, όταν σπούδαζα στην Ακαδηµία Καλών Τεχνών της Ιταλίας, είχα επιλέξει στο µάθηµα της Ιστορίας της Τέχνης τις Κόρες της Ακρόπολης. Κάθε πρωί λοιπόν εκείνο το καλοκαίρι ανέβαινα µόλις ξηµέρωνε πάνω στον χώρο της Ακρόπολης, όπου µελετούσα και σχεδίαζα επί ώρες ολόκληρες. Ετσι τις αγάπησα πάρα πολύ και ακόµη µε συγκινούν. Το ελαφρό τους µειδίαµα, τα χρώµατα, τα βραχιόλια, τα περιδέραια, ο τονισµός των µατιών και των χειλιών, τα κεντήµατα στο πέπλο, όλα αυτά σου προκαλούν τη διάθεση να µιλήσεις µαζί τους.

Σκέφτοµαι ότι οι αρχαίοι επέλεξαν σε αυτά τα έργα τις αναλογίες της µορφής, την οργανική σχέση σώµατος και ενδύµατος και τη ρύθµιση της πτυχολογίας που ήταν αντίστοιχες των ανδρικών Κούρων. Το σώµα τους, που διαγράφεται κάτω από το ένδυµα, το αριστερό πόδι που αντιστηρίζει, το δεξί χέρι που κάµπτεται προς τα εµπρός και υποδηλώνει µια κίνηση... Το θέµα πάντως άρεσε τότε και στον καθηγητή µου και πήρα πολύ καλό βαθµό µάλιστα, άριστα και έπαινο. Την εργασία όµως την κράτησαν. Ετσι δεν µου έµεινε τίποτε, µόνο η “σχέση” που δηµιουργήθηκε µαζί τους και µε συνδέει ακόµη, παρά τα τόσα χρόνια».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ
Αρχιτέκτων

«Εχουν πνευματικότητα, ευγένεια, αρχοντιά»

«Οταν βλέπω τις Κόρες της Ακρόπολης η φαντασία µου προσπαθεί να συλλάβει και να αναπαραστήσει τη φυσική τους θέση στον βράχο, γύρω από τον Παρθενώνα, ανάµεσα στα άλλα µνηµεία και ανάµεσα στους ανθρώπους που έφθαναν γεµάτοι σεβασµό φέρνοντας τα αφιερώµατά τους για να τιµήσουν τη θεά. Εχουν µια πνευµατικότητα αυτά τα αγάλµατα, έχουν ευγένεια και αρχοντιά. Είναι πολύ κοντά στην έννοια της εξιδανίκευσης γιατί η θηλυκότητά τους ελέγχεται.

Ο ρυθµός αυτός κρύβει µια οικονοµία στις κινήσεις και η τυποποίηση συντελεί ώστε να µη στέκεται κανείς στο θέµα αλλά να βλέπει πίσω και µέσα σε αυτό. Αλλωστε ποτέ δεν είναι όµοιες. Η µία είναι σοβαρή, αυστηρή, το αρχαίο χαµόγελο είναι αµήχανο. Στην άλλη τα ενδύµατα έχουν χρώµατα και περίτεχνα σχέδια, φορά διάδηµα στο κεφάλι, κοσµήµατα και πάντα έχουν υπέροχα κατσαρά µαλλιά σε κοτσίδες. Αγάλλοµαι µ’ αυτό που βλέπω. Μπορεί να τις κοιτάς ώρες και να µη χορταίνεις».

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΚΟΡΟΣ
Ζωγράφος

«Πιο πολύ κι από τους θεούς, θαύμαζα τις μικρές Κόρες»

«Κάθε φορά που αποφάσιζα να ανεβώ στην Ακρόπολη, προτού φτάσω στα αγάλµατα και στα κτίσµατα τουναού, ένιωθα να µε παίρνει η ποµπή ενός πλήθους και να µε φέρνει από µόνος του ο δρόµος.

Οι πέτρες, τα µάρµαρα, πατηµένα από αιώνες αµέτρητων βηµάτων που ανεβαίνουν να προσκυνήσουν το ύψος. Εφτανα πάνω και ανάσαινα φως και αεράκι στο ξέφωτο του ναού. Μα πιο πολύ και από τους θεούς ψηλά και τους ήρωες θαύµαζα τις µικρές Κόρες, που έστεκαν διστακτικές, ρόδινες από τη συνάφεια µε το χώµα και τα αγγίγµατα του καιρού, µε τα υπολείµµατα των χρωµάτων στα γιορτινά τους φορέµατα, έτοιµες να ανεµίσουν πτυχές και πλεξίδες. Κοντοστεκόµουν µπροστά στην Πεπλοφόρο για να µου προτείνει χαρούµενη, ακόµη µία φορά, τον µηδέποτε δαπανώµενο καρπό της. Την τέχνη του ανθρώπου να παριστά στην οµορφιά την αιωνιότητα, να ντύνει την καθηµερινότητα µε κάλλος».


ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ
Ζωγράφος

«Δεν είχα ξαναδεί αρχαίους μύστακες τσιγκελωτούς»


«Ο τρισώµατος δαίµονας, αυτό το αρχαϊκό σύµπλεγµα στο αέτωµα του Εκατόµπεδου ναού της Ακρόπολης, εκεί όπου ο Ηρακλής παλεύει µε τον Τρίτωνα και στην άλλη άκρη βρίσκονται οι τρεις µορφές που εκφράζουν τα στοιχεία της φύσης: το νερό, το δαδί µε τη φλόγα και το περιστέρι που αναφέρεται στον αέρα. Αυτό είναι που µε έχει εντυπωσιάσει πολύ. Πρώτα απ΄όλα γιατί αυτές οι µορφές έχουν µουστάκια και µου θυµίζουν ανατολίτικες επιδράσεις, φιγούρες του θεάτρου σκιών, του Καραγκιόζη. ∆εν είχα ξαναδεί µύστακες τσιγκελωτούς σε αρχαία έργα. Από την άλλη, καθώς ο Ηρακλής κλίνει το γόνυ παλεύοντας, το πόδι του µοιάζει µε εκείνα των σηµερινών νέων, όταν οδηγούν τα µηχανάκια τους µε κοντά παντελόνια και σαγιονάρες.

Πρόκειται για µια εικόνα ρεαλιστικής µυθολογίας που δεν έχει σχέση µε τον ρεαλισµό της Κλασικής Εποχής αλλά εκφράζει όλη τη φιλοσοφία των προσωκρατικών. Γιατί ο Ηρακλής δεν είναι εξιδανικευµένος, θα µπορούσε να αναφέρεται και σε έναν σύγχρονο νέο. Η Ευρώπη µπορεί να εντυπωσιάστηκε από την Κλασική Εποχή, εµένα όµως µε ενθουσιάζουν αυτά τα έργα γιατί είναι πιο κοντά σε µας αλλά και στη δική µου τέχνη. Ο ήρωας µε τα κοντόχοντρα πόδια του έχει σχέση µε τις µορφές που κάνω εγώ, γιατί δεν θέλω να δίνω µια ιδεαλιστική εικόνα στα έργα µου· αντίθετα, προσπαθώ να τα κάνω πρωτόγονα και αγνά, γιατί έτσι εκφράζουν την πραγµατικότητα».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΟΓΚΑΣ
Ζωγράφος

«Αυτός ο γέροντας κρύβει ακόμη τα μυστικά του»

«Θα σταθώ στο αέτωµα του παλαιού ναού της Αθηνάς, του Εκατόµπεδου, στη συµβολική, ίσως και µοιραία πάλη του Ηρακλή µε τον θαλάσσιο τρισώµατο δαίµονα που µεταµορ φώνεται από τεράστιο φίδι στα στοιχεία της φύσης: τον αέρα (όπως αναπαρίσταται µε το πουλί που πετάει), τη φωτιά και το νερό. Αυτός ο Νηρέας υποθέτω, γέροντας της θάλασσας ανάµεσα στους λέοντες και στον Τρίτωνα, αντιστέκεται σε λογικές διερευνήσεις – άλλωστε οι µυθικές αναφορές, όπως και το έργο του καλλιτέχνη, αποτελούν πράξη ελευθερίας, ακόµη και αυθαιρεσίας.

Οι µεταµορφώσεις σε λιοντάρι, σε δράκους σε νερά τρεχούµενα στον Οµηρο αλλά και στον Σεφέρη ακόµη είναι οι στιγµές που το έργο τέχνης αποθεώνεται και µε βασανίζουν ακατάπαυστα από παιδί. Η τέχνη δηµιουργεί τη δική της ορατή τάξη αλλά ο Ηρακλής θέλει να αποσπάσει από τον τρισώµατο δαίµονα το µυστικό του δρόµου για τις Εσπερίδες και τη ∆ύση και αν σκεφτούµε – “ποιητική αδεία” – πως ως σήµερα αυτόν τον δρόµο ψάχνουµε για την ευρωζώνη και τα ευρώ της, ως µήλα των Εσπερίδων θεωρούµενα, αυτός ο γέροντας, µισός φίδι και µισός σώµατα ανθρώπινα, κρύβει ακόµη τα µυστικά του.

Θα χρειαστούν πολλές θυσίες και πιθανόν πολλούς λέοντες να θυσιάσουµε ακόµη γιατί ο δρόµος είναι µακρύς».


ΧΡ. ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ
Ποιητής

«Το οιονεί παλλόμενο σώμα που κόβει την ανάσα»

«Ο παις του Κριτίου: η λανθάνουσα κίνηση που θροΐζει ανάµεσα στο στάσιµο και στο άνετο σκέλος διατρέχει τον κορµό και αγλαΐζει την ελαφρά κλίση της κεφαλής προς τα δεξιά. Το οιονεί παλλόµενο σώµα, µεγαλυνάριο του γυµνού, που κόβειτην ανάσα».


ΠΗΓΗ:http://www.tovima.gr/culture